- ἐπιρριπίζω
- ἐπιρρῑπίζω, dub. sens. in Nonn.D.30.187 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιρριπίζω — ἐπιρριπίζω (Μ) [ριπίζω] σκουπίζω, σαρώνω («τῇ οὐρᾷ τὴν γῆν ἐπιρριπίζων», Δούκας) … Dictionary of Greek
ἐπιρριπιζομένη — ἐπιρριπίζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρριπίζων — ἐπιρριπίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)